ὑποβάθρᾳ

ὑποβάθρᾳ
ὑποβάθρᾱͅ , ὑπόβαθρα
plinth
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑποβάθρα — ὑποβάθρᾱ , ὑπόβαθρα plinth fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόβαθρα — plinth fem nom/voc sg ὑπόβαθρον anything put under neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποβάθρα — ἡ, ΜΑ μτφ. το υπόβαθρο, η κρηπίδα, το στήριγμα («ἵνα ταύτῃ χρήσηται ὑποβάθρᾳ τοῡ ὕψους τῆς ταπεινώσεως», Ισίδ. Πηλ.) αρχ. 1. βάθρο, στήριγμα αγάλματος 2. στον πληθ. αἱ ὑποβάθραι τα στάδια στην άσκηση τής αρετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βάθρα… …   Dictionary of Greek

  • ὑποβάθρας — ὑποβάθρᾱς , ὑπόβαθρα plinth fem acc pl ὑποβάθρᾱς , ὑπόβαθρα plinth fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβάθραι — ὑποβάθρᾱͅ , ὑπόβαθρα plinth fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβαθρῶν — ὑπόβαθρα plinth fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβάθραις — ὑπόβαθρα plinth fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενώτιον — το (AM ἐνώτιον) κόσμημα που κρέμεται από το αφτί, σκουλαρίκι («ἐνώτιον χρυσοῡν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. φρ. «ενώτιον τροχίλου» μεταλλικός ή σχοίνινος δακτύλιος, με τον οποίο αναρτάται ο τρόχιλος που περιβάλλει τη θήκη του, κν. σκουλαρίκι 2.… …   Dictionary of Greek

  • ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • καθέλκυση — Το σύνολο των εργασιών με τις οποίες το πλοίο μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό. Το σκάφος δεν μετακινείται απευθείας πάνω στην κλίνη. Ανάμεσα σε αυτήν και στο σκάφος παρεμβάλλεται το λίκνο, ένα είδος μεγάλου έλκηθρου, του οποίου οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”